ὀξύρροπον

ὀξύρροπον
ὀξύρροπος
turning quickly
masc/fem acc sg
ὀξύρροπος
turning quickly
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οξύρροπος — ὀξύρροπος, ον (Α) 1. (κυρίως για ευαίσθητο ζυγό) αυτός που έχει οξεία ροπή, αυτός που κλίνει αμέσως προς τη μία από τις δύο πλευρές 2. μτφ. αιφνίδιος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀξύρροπον η ορμητικότητα, η σφοδρότητα 4. φρ. «ὀξύρροπος πρὸς τὴν ὀργὴν» ή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”